καρλουδοβίκη

καρλουδοβίκη
η
βοτ. γένος ξυλωδών φυτών, ιθαγενών τής τροπικής Αμερικής, τής οικογένειας κυκλανδίδες.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. carludovica < Car-olus «Κάρολος» + Ludovica «Λουδοβίκη» ή «Λουίζα». Το φυτό πήρε την ονομασία του από το βασιλικό ζεύγος τής Ισπανίας Κάρολο Δ' και Μαρία-Λουίζα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”